- μουτζώνω
- (Μ μουτζώνω)βλ. μουντζώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατιάζω — μουτζώνω και με τα δύο χέρια (και με τα δέκα δάχτυλα) … Dictionary of Greek
μουντζώνω — και μουτζώνω (Μ μουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ. 1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία τής μούντζας, φασκελώνω 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και… … Dictionary of Greek
δεκατώνω — (AM δεκατῶ, όω Μ και δεκατώνω) [δεκάτη] εισπράττω τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. δεκατιάζω, μουτζώνω με τα δύο χέρια αρχ. παθ. δεκατούμαι αναγκάζομαι να πληρώσω τον φόρο τής δεκάτης … Dictionary of Greek